-
1 Λιγυστική
Λίγυςbastard lovage: fem dat sg (attic epic ionic)Λιγυστικόςbastard lovage: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 Λιγυστικῇ
Λίγυςbastard lovage: fem dat sg (attic epic ionic)Λιγυστικόςbastard lovage: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 Λιγυστική
Λίγυςbastard lovage: fem nom /voc sg (attic epic ionic)Λιγυστικόςbastard lovage: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 Λιγυστικήι
Λιγυστικῇ, Λίγυςbastard lovage: fem dat sg (attic epic ionic)Λιγυστικῇ, Λιγυστικόςbastard lovage: fem dat sg (attic epic ionic) -
5 Λιγυστικῆι
Λιγυστικῇ, Λίγυςbastard lovage: fem dat sg (attic epic ionic)Λιγυστικῇ, Λιγυστικόςbastard lovage: fem dat sg (attic epic ionic) -
6 Λίγυς
AΛ. στρατός A.Fr.199.9
(on the accent, v. Hdn.Gr.1.236.7):— Adj. [full] Λῐγυστικός, ή, όν, Ligurian, S.Fr. 598, Str.2.4.3; ἡ Λιγυστική Liguria, Arist.Mete. 351a16, cf. 368b32:—also [full] Λῐγυστῖνος, η, ον, σάγοι, χιτῶνες Str.4.6.2
.II τὸ λ. bastard lovage, Laserpitium Siler, Dsc.3.51.
См. также в других словарях:
Λιγυστικῇ — Λίγυς bastard lovage fem dat sg (attic epic ionic) Λιγυστικός bastard lovage fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιγυστική — Λίγυς bastard lovage fem nom/voc sg (attic epic ionic) Λιγυστικός bastard lovage fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιγυστικῆι — Λιγυστικῇ , Λίγυς bastard lovage fem dat sg (attic epic ionic) Λιγυστικῇ , Λιγυστικός bastard lovage fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЛИГУРИЯ — • Liguria, Ligures, Λίγυες, позже также Λιγυστινοί. Это было древнее, весьма распространенное племя, жившее на южном побережье Галлии и в соседней части Италии, между приморскими Альпами и Апеннинами, от Массилии до Пизы. Вероятнее… … Реальный словарь классических древностей
αψιθιά — Φυτό φρυγανώδες της οικογένειας των συνθέτων. Είναι πολύ αρωματική και πικρή και στη φαρμακολογία βοτάνων χρησιμοποιείται για τις αντιελμινθικές, αντιπυρετικές, αντισηπτικές και διουρητικές ιδιότητές της. Περιέχει ένα πλούσιο σε διάφορες ουσίες… … Dictionary of Greek
λιγυστικός — ή, ό (Α λιγυστικός, ή, όν) [Λίγυς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λιγυρία 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Λιγυστική η Λιγυρία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιγυστικόν είδος φυτού … Dictionary of Greek